- Άδωνις
- I
Μυθολογικό πρόσωπο. Νέος με παροιμιώδη ομορφιά, που μπήκε στη μυθολογία, την ποίηση και τη θρησκεία των αρχαίων από την Εγγύς Ανατολή, ίσως από την Κύπρο όπου κυρίως τοποθετούνται οι περιπέτειές του. Στον κόσμο των Σημιτών o μύθος και η λατρεία του Α. συνδέονταν με τη θεά Αστάρτη, την Αφροδίτη των Ελλήνων. Δύο σπουδαίες στιγμές του μύθου ήταν η θαυματουργός γέννηση του Α. από ένα δέντρο και ο πρόωρος θάνατός του από τα δαγκώματα ενός θηριώδους αγριόχοιρου. Ο ωραιότατος Ά. συνδέθηκε στενότατα με τον θάνατο και τον κόσμο των νεκρών από τη γέννησή του, γιατί το μύρο που έβγαινε από το δέντρο που τον γέννησε το χρησιμοποιούσαν για την ταρίχευση των νεκρών. Τον ερωτεύτηκαν συγχρόνως η Περσεφόνη, η βασίλισσα του Άδη, και η Αφροδίτη, η θεά του έρωτα. Ο Δίας, που τον κάλεσαν οι δύο θεές να λύσει τη διαφορά τους, όρισε να ζει ο Ά. τέσσερις μήνες με την Περσεφόνη στον κόσμο των νεκρών, τέσσερις με την Αφροδίτη και τέσσερις μόνος του, τους οποίους όμως, επειδή ήταν κυνηγός, τους χάριζε σε μια τρίτη θεά, την Άρτεμη. Αυτή πρέπει να έστειλε και το θηρίο να τον σκοτώσει, επειδή ο Ά. ήθελε νααφιερώσει στην Αφροδίτη και τους μήνες του κυνηγιού. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το θηρίο το έστειλε ο Άρης επειδή είχε ερωτευτεί κι αυτός την Αφροδίτη. Ο πρώιμος θάνατός του έκανε τον Ά. να μείνει οριστικά κοντά στην Περσεφόνη. Στη γη έμεινε μόνο ο θρήνος για τον θάνατό του και η ανεμώνη που ξεπήδησε από το αίμα του. Ο θρήνος πήρε αργότερα τη μορφή ιεροτελεστίας: κάθε χρόνο οι γυναίκες στις διάφορες ελληνικές πόλεις θρηνούσαν γύρω από έναν τάφο ο οποίος στολιζόταν κατάλληλα με άνθη και με τους λεγόμενους κήπους του Ά. που δεν ήταν άλλο από σιτάρι φυτρωμένο πρώιμα μέσα σε γλάστρες που είχαν φυλαχτεί στο σκοτάδι.II
Ο Άδωνις, σύμβολο του απαράμιλλου ανδρικού κάλλους για καλλιτέχνες όλων των εποχών (Εθνικό Μουσείο, Νάπολη· φωτ. Pedicini).
(Αστρον.).Αστεροειδής που επισημάνθηκε το 1936. Η τροχιά του έχει μία από τις μεγαλύτερες εκκεντρότητες των αστεροειδών. Κατά την κίνησή του στο περιήλιο εισέρχεται στην τροχιά του Ερμή.* * *ο (Α Ἄδωνις, -ιδος)θεός τής αρχαιότητας, ονομαστός για την ομορφιά τουνεοελλ.ο υπερβολικά όμορφος νέοςαρχ.1. (γενικά) προσφιλής, αγαπημένος2. φρ. «Ἀδώνιδος κῆποι», φυτά που καλλιεργούνταν σε γλάστρες πήλινες (συνήθως αχρηστευμένα πήλινα δοχεία) για τη γιορτή τών Αδωνίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθ. Είναι σημιτικό όνομα (και εβραϊκά ᾱdōn) ή παράγωγο τού ἁδεῖν, ἁνδάνω.ΠΑΡ. ἀδώνιοςαρχ.ἀδωνιακός].
Dictionary of Greek. 2013.